ὁράσεως

ὁράσεως
ὁρά̱σεω̆ς , ὅρασις
seeing
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • εκτύφλωση — η (AM ἐκτύφλωσις) η στέρηση τής οράσεως νεοελλ. 1. απώλεια τής οράσεως 2. η αναφορικά με κάτι συσκότιση τής αντιλήψεως τής κρίσεως …   Dictionary of Greek

  • Παπαϊωάννου, Λουκάς — (1831 – 1890). Κορυφαίος Έλληνας γιατρός και συγγραφέας ιατρικών έργων. Σπούδασε ιατρική στο Πανεπιστήμιο της Αθήνας, όπου αναγορεύτηκε διδάκτορας (1856), και μετεκπαιδεύτηκε στην Ευρώπη. Άσκησε το επάγγελμά του στην ιδιαίτερη πατρίδα του Αράχοβα …   Dictionary of Greek

  • αβλεψία — η (Α ἀβλεψία) [ἀβλεπτῶ] απροσεξία, παρόραμα, παραδρομή αρχ. η έλλειψη οράσεως …   Dictionary of Greek

  • αλαωτύς — ἀλαωτύς ( ύος), η (Α) [ἀλαῶ] στέρηση τής οράσεως, τύφλωση …   Dictionary of Greek

  • αλλαξοφεγγιά — η 1. αλλαγή στην αίσθηση τού φωτός ή τού χρώματος, θόλωση τής οράσεως από ασθένεια ή χτύπημα στο κεφάλι 2. κατάπληξη από ψυχικό κλονισμό ή απροσδόκητη θλίψη. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλλαξο * + φέγγος] …   Dictionary of Greek

  • αμαυρότης — ( ητος), η (Α ἀμαυρότης) [ἀμαυρός] (νεοελλ. ιατρ.) εξασθένηση τής οράσεως, θολούρα τών ματιών μσν. νεοελλ. το να είναι κάτι αμαυρό, σκοτεινό αρχ. αδυναμία, ανημπόρια …   Dictionary of Greek

  • αμβλύς — εία, ύ (AM ἀμβλύς, εῑα, ύ) 1. ο μη οξύς, ο μη κοφτερός 2. ο μη ζωηρός, επομένως άτονος, αδύνατος, εξασθενημένος 3. (για γωνίες) η μεγαλύτερη τής ορθής, σε αντίθεση προς την οξεία 4. το θηλ. ως ουσ. η αμβλεία (ενν. γωνία) γωνία μεγαλύτερη τής… …   Dictionary of Greek

  • αναθαμπώνω — 1. προκαλώ θάμβος, θαμπώνω 2. προξενώ θόλωση τής οράσεως, θαμπώνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαμπώνω) …   Dictionary of Greek

  • αχλύς — Η θόλωση της ατμόσφαιρας. Η α. (ξερή ομίχλη) παρατηρείται κυρίως το καλοκαίρι και οφείλεται στην ανώμαλη διάθλαση του φωτός και στη διαφορά θερμοκρασίας στρωμάτων αέρος. Το φαινόμενο είναι εντονότερο, όταν o αέρας περιέχει μεγάλες ποσότητες… …   Dictionary of Greek

  • βενζινάκατος — Ταχύ σκάφος μικρού εκτοπίσματος, εφοδιασμένο με έναν ή δύο κινητήρες εσωτερικής καύσης. Τα κριτήρια και τα υλικά για την κατασκευή των β. είναι όμοια με αυτά που εφαρμόζονται για άλλα πλωτά μέσα μικρών διαστάσεων. Το μεγαλύτερο μέρος του σκάφους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”